- παρενθύμησις
- παρεν-θύμησις [pron. full] [ῡ], εως, ἡ,A want of attention, disregard, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρενθύμησις — παρενθύ̱μησις , παρενθύμησις want of attention fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρενθύμησις — ήσεως, ἡ, Α [παρενθυμούμαι] 1. έλλειψη προσοχής 2. αμέλεια 3. περιφρόνηση … Dictionary of Greek